- κατατυγχάνω
- κατατυγχάνω (AM)μσν.συναντώ κάποιοναρχ.1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.)2. είμαι τυχερός («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.)3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)4. φρ. «ὁ κατατυγχάνων ἀρτυτήρ» — αυτός που τυχαίνει να είναι αξιωματούχος, ο εκάστοτε αξιωματούχος.
Dictionary of Greek. 2013.